- σγουρό
- [сгуро] ουσ. о. локон, завиток волос.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
κίκιννος — κίκιννος, ὁ (Α) σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος] … Dictionary of Greek
κατσάρωμα — το [κατσαρώνω] 1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να τού μεταβάλει το σχήμα και να τό κάνει σγουρό 2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση … Dictionary of Greek
μακρομάλλης — και μακρυμάλλης, α, ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ μακρυμάλλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. ξανθο μάλλης, σγουρο μάλλης] … Dictionary of Greek
μοκέτα — η (υφαντ.) είδος χαλιού, συνήθως από κουρεμένο ή σγουρό βελούδο, συχνά μονόχρωμο, που τοποθετείται κατά κανόνα μόνιμα στο δάπεδο καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moquette «είδος χαλιού»] … Dictionary of Greek
ουλοποίησις — οὐλοποίησις, ἡ (Α) το να κάνει κάποιος κάτι σγουρό, το κατσάρωμα, το σγούρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ποιῶ] … Dictionary of Greek
ουλότης — οὐλότης, ητος, ἡ (Α) [ούλος (II)] 1. η ιδιότητα τού σγουρού, το να είναι κάτι βοστρυχώδες, σγουρό, κατσαρό («εἰσὶ δὲ διαφοραὶ τῶν τριχῶν κατά τε σκληρότητα καὶ μαλακότητα... καὶ εὐθύτητα καὶ οὐλότητα», Αριστοτ.) 2. το κοκκώδες, το σπυρωτό («τὴν… … Dictionary of Greek
πυκνόμαλλος — η, ο, Ν αυτός που έχει πυκνές τρίχες, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + μαλλος (< μαλλί), πρβλ. σγουρό μαλλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία] … Dictionary of Greek
σγουραίνω — και σγουρώνω και σγουρύνω και μόνον ως αμτβ. σγουριάζω και σγουρίζω Ν [σγουρός] 1. μτφ. κάνω κάτι σγουρό, βοστρυχώνω, κατσαρώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι σγουρός («τα μαλλιά της τελευταία έχουν σγουρύνει πολύ») … Dictionary of Greek
φιδομάλλης — ο, θηλ. φιδομάλλα και φιδομαλλού και φιδομαλλούσα, Ν αυτός τού οποίου τα μαλλιά μοιάζουν με φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρο μάλλης] … Dictionary of Greek
χρυσομάλλης — α, ικο, θηλ. και χρυσομαλλού και χρυσομαλλούσα, Ν αυτός που έχει ξανθά και λαμπερά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρο μάλλης] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek